ἐρημίτῃ

ἐρημίτῃ
ἐρημί̱τῃ , ἐρημίτης
of the desert
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αγίου Ιωάννη Ερημίτη, σπήλαιο — Ονομασία δύο σπηλαίων στην Κρήτη. 1. Βρίσκεται στη βόρεια απότομη πλαγιά της χαράδρας Λαγκός, κοντά στο χωριό Βαρέ Αποκορώνου, στη δυτική Κρήτη, σε υψόμετρο 250 μ. Έχει αψιδωτή είσοδο, πλάτος 8 μ. και ύψος 2,6 μ. Πέντε μέτρα μετά την είσοδο… …   Dictionary of Greek

  • Γουβερνέτο — Μοναστήρι της Κρήτης στο βορειοανατολικό άκρο του ακρωτηρίου Μελέχα του νομού Χανίων. Ο φρουριακός περίβολός του έχει σχήμα παραλληλόγραμμου 40 x 50 μ., με τέσσερις τετράγωνους πύργους στις γωνίες. Στη μέση του περιβόλου βρίσκεται ο ναός με… …   Dictionary of Greek

  • ασκητήριον — ἀσκητήριον, το (AM) [ασκητής] 1. τόπος θρησκευτικής άσκησης, η καλύβα του ερημίτη 2. το μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… …   Dictionary of Greek

  • ερημιτικός — ή, ό (Μ ἐρημιτικός, ή, όν) [ερημίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερημίτη («ερημιτική ζωή») …   Dictionary of Greek

  • ερημοπολώ — ἐρημοπολῶ, έω (Μ) ζω ως ερημίτης ή παριστάνω τον ερημίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + πολώ (< πέλομαι), πρβλ. ονειρο πολώ] …   Dictionary of Greek

  • μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις …   Dictionary of Greek

  • μοναστήρι — I Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 113 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται ανατολικά της Κυπαρισσίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αετού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 286 κάτ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Βόλφραμ φον Έσενμπαχ — (Wolfram von Eschenbach, 1170 – 1220). Γερμανός ποιητής. Προερχόμενος από το Έσενμπαχ, κοντά στο Άνσμαχ, συνάντησε, ίσως στην αυλή του τοπικού διοικητή της Θουριγκίας Έρμαν, τον μαικήνα του Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβεντε. Πρώτη πηγή για το ποίημά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”